- χασματίαι
- χασματίαςwhich causes fissures in the earthmasc nom/voc plχασματίᾱͅ , χασματίαςwhich causes fissures in the earthmasc dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνίζηση — η / συνίζησις, ήσεως, ΝΜΑ [συνιζάνω] γραμμ. συνεκφώνηση δύο φωνηέντων ή φωνήεντος και διφθόγγου σε μια συλλαβή (α. «άργειε νά ρθει εκείνη η μέρα», Διον. Σολ. β. «Πηληϊάδεω Ἀχιλλῆος», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. η καθοδική ηπειρογενετική μετακίνηση τμημάτων… … Dictionary of Greek
χασματίας — ο, ΝΜΑ είδος δυνατού σεισμού που προξενεί ρωγμές στο έδαφος μσν. φρ. «δράκοντες χασματίαι» δράκοι με μεγάλα και πολύ ανοιχτά στόματα (Κ Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάσμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. στιγματ ίας, τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek